λιπαρός

λιπαρός
-ή, -ό (AM λιπαρός, -ά, -όν)
1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς ἄρτος», Αριστοφ.)
3. (για έδαφος) γόνιμος, εύφορος («ταῑς λιπαραῑς ἐν Ἀθάναις», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λιπαρός
γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κουρκουλιονίδες
2. φρ. α) «λιπαρά οξέα»
χημ. ονομασία τών οργανικών οξέων που απαντούν στα λίπη και στα έλαια υπό μορφή γλυκεριδίων
β) «λιπαρό πτερύγιο»
ζωολ. λιπαρό και εύκαμπτο πτερύγιο στη ράχη πολλών ψαριών που διαφέρει σε δομή από τα οστέινα πτερύγια
μσν.-αρχ.
πλούσιος, ευμαρής, άνετος («ἥβα λιπαρῷ τε γήραϊ διαπλέκτοις», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για λάδι ή ελαιώδη αντικείμενα) γυαλιστερός
2. (για υγιή κατάσταση τού ανθρώπινου σώματος) εύρωστος, ζωηρός («ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῑσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί από κάλλος, υγεία ή νεότητα («λιπαρά θυγάτηρ Χρόνου», Βακχυλ.)
4. (για πράγματα) λαμπρός, κομψός, ωραίος («ἀπό δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην τηλόσε», Ομ. Ιλ.)
5. (για τα τείχη φρουρίου) κτισμένος γερά («Τροίης λύομεν λιπαρὰ κρήδεμνα», Ομ. Οδ.)
6. (για τη θάλασσα όταν ηρεμεί) ευχάριστος
7. (για ποταμό) αυτός που έχει άφθονο νερό («λιπαροῑς χεύμασι γαίας», Αισχύλ.).
επίρρ...
λιπαρῶς (Α)
1. με λίπος («λιπαρῶς ἕψειν», Ιπποκρ.)
2. με ευμάρεια («λιπαρῶς γηρασκέμεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπα* + επίθημα -αρός (πρβλ. μι-αρός).
ΠΑΡ. λιπαρότητα(-ης)
αρχ.-μσν.
λιπαρία.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λιπαράμπυξ, λιπαραυγής, λιπαρόγειος, λιπαρόζωνος, λιπαρόθρονος, λιπαροκρήδεμνος, λιπαρόμματος, λιπαροπλόκαμος, λιπαρόσκηπτρος, λιπαροτρόφος, λιπαρόχρους, λιπαρόχρως, λιπαρώψ
μσν.
λιπαροβώλαξ, λιπαροστέλεχος. (Β' συνθετικό) αρχ. ακρολίπαρος, καταλίπαρος, οξυλίπαρος, περιλίπαρος, υπολίπαρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιπαρός — oily masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρός, -ή — ό 1. εκείνος που περιέχει λίπος: Στις δίαιτες απαγορεύονται τα λιπαρά φαγητά. 2. μτφ., γόνιμος, εύφορος: Στα λιπαρά εδάφη υπάρχουν πολλές καλλιέργειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπαρά — λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρώτερον — λιπαρός oily adverbial comp λιπαρός oily masc acc comp sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρωτάτων — λιπαρός oily fem gen superl pl λιπαρός oily masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρωτέραις — λιπαρός oily fem dat comp pl λιπαρωτέρᾱͅς , λιπαρός oily fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρωτέρων — λιπαρός oily fem gen comp pl λιπαρός oily masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρόν — λιπαρός oily masc acc sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρώτατα — λιπαρός oily adverbial superl λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρώτατον — λιπαρός oily masc acc superl sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”